- εὐαγγελικός
- εὐ-αγγελικός, ή, όν, zur fröhlichen Botschaft gehörig; das Evangelium betreffend, evangelisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαγγελικός — ή, ό (ΑΜ εὐαγγελικός, ή, όν) [ευαγγέλιο] 1. αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις») 2. ο σύμφωνος με τα διδάγματα τού Ευαγγελίου («ευαγγελική υπομονή») νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο Ευαγγελικός αυτός που ανήκει στον… … Dictionary of Greek
ευαγγελικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ευαγγέλιο: Ευαγγελική περικοπή. 2. αυτός που ανήκει στο δόγμα των διαμαρτυρομένων: Εκκλησία των ευαγγελικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευαγγέλιος — εὐαγγέλιος, ὁ (A) (ΑΜ και εὐαγγέλιος, ον) [ευάγγελος] αυτός που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, ο ευαγγελικός («εὐαγγέλιος φωνή», Κλήμ. Αλ.) αρχ. 1. αυτός που φέρνει ευχάριστη είδηση, καλή αγγελία 2. ως επίθ. τού Διός 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Εὐαγγέλιος… … Dictionary of Greek
ευαγγελιστής — ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι] κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης) … Dictionary of Greek
καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… … Dictionary of Greek
ανάγραμμα ή αναγραμματισμός — Η μετάθεση των γραμμάτων των λέξεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγονται άλλες λέξεις με διαφορετική σημασία. Η επινόηση του α. ανάγει την εμφάνισή της στους αλεξανδρινούς χρόνους και γνώρισε μεγάλη διάδοση την περίοδο του Μεσαίωνα. Είναι… … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… … Dictionary of Greek
Κλεόπας, Διονύσιος — (Θεσσαλονίκη 1816 – Κωνσταντινούπολη 1861). Θεολόγος και συγγραφέας. Το 1830 επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, ο πατριάρχης των οποίων, Ιερόθεος, τον βοήθησε οικονομικά στις σπουδές του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το 1849 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
ԱՒԵՏԱՐԱՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0395 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c ա. εὑαγγελικός evangelicus Որ ինչ է սեպհական աւետարանի, կամ ըստ աւետարանի. *Ըստ աւետարանական սահմանի. Աթ. ՟Դ: *Աւետարանականացն լո՛ւր բանից. Բրս. ծն.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)